- ἐλάτειρα
- ἐλᾰτειρα f. subs.,1 driver τὶ κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; i. e. Artemis fr. 89a. 3.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ελάτειρα — η βλ. ελατήρ … Dictionary of Greek
ἐλάτειρα — ἐλάτειραν fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελατήρ — και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο θηλ. ἐλάτειρα, η) μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών 2. πληθ. οι ελατήρες ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα… … Dictionary of Greek